απόγευμα

απόγευμα
το, -ατος
και απόγεμα, το και απόγιομα, το το μέρος της ημέρας από το μεσημέρι ως τη δύση του ήλιου, δειλινό, απομεσήμερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο …   Dictionary of Greek

  • απογευματινός — κ. απογεματινός κ. απογιοματινός, ή, ό 1. αυτός που γίνεται απόγευμα ή έχει σχέση μ αυτό 2. φρ. «είμαι απογευματινός», εργάζομαι μόνο απόγευμα «θα πάω στην απογευματινή» (ενν. παράσταση θεάτρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < απόγευμα. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από …   Dictionary of Greek

  • απομεσήμερο — το Ι. το μετά το μεσημέρι τμήμα της ημέρας, νωρίς το απόγευμα II. επίρρ. απομεσήμερα μετά το μεσημέρι, το απόγευμα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νιζίνσκι, Βασλάβ — (Vaslav Fomic Nizinsky,Κίεβο 1890 – Λονδίνο 1950). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Πήρε το δίπλωμά του στην Αγία Πετρούπολη το 1908 και αμέσως τον κάλεσαν να γίνει μέλος των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, όπου ο χορός του προκάλεσε στο κοινό… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • S. A. Andrée's Arctic balloon expedition of 1897 — was an ill fated effort to reach the North Pole in which all three expedition members perished. S. A. Andrée (1854 ndash;97), [Andrée, christened Salomon August, invariably went by his initials as an adult.] the first Swedish balloonist, proposed …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”